στερνών
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
στερνών θηλυκό
- γενική πληθυντικού του στέρνα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
στερνών
- γενική πληθυντικού του στερνός
- γενική πληθυντικού του στερνή
- γενική πληθυντικού του στερνό