Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

στερνών θηλυκό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στερνών

  1. γενική πληθυντικού του στερνός
  2. γενική πληθυντικού του στερνή
  3. γενική πληθυντικού του στερνό