κίστη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κίστη | οι | κίστες |
γενική | της | κίστης | των | κιστών |
αιτιατική | την | κίστη | τις | κίστες |
κλητική | κίστη | κίστες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κίστη < αρχαία ελληνική κίστη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακίστη θηλυκό
- (αρχαιολογία) (θρησκεία) καλάθι ή κιβώτιο για τη μεταφορά αντικειμένων