ενικός         πληθυντικός  
box boxes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

box (en)

  1. το κουτί, το κιβώτιο
    ⮡  His hand got caught between the two boxes.
    Το χέρι του πιάστηκε ανάμεσα στα δυο κιβώτια.
  2. (δέντρο) πυξάρι



  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. box < box-calf < Joseph Box (αμερικανός παραγωγός για μπότες) + calf (μοσχάρι)
  2. box < box (κουτί)
  3. box < Freebox, συσκευή μόντεμ της γαλλικής εταιρείας Free < free + box


  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
box box

box (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
box box

box (fr) αρσενικό

  1. μέρος ενός γκαράζ για τη στάθμευση ενός αυτοκινήτου
  2. μέρος ενός στάβλου όπου βρίσκεται ένα μόνο άλογο
  3. τμήμα ενός μεγάλου κοινόχρηστου χώρου που περιβάλλεται από κινητά χωρίσματα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
box box

box (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

box (it)