ενικός         πληθυντικός  
boxe boxes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

boxe (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

boxe (pt) αρσενικό

  1. το μποξ, η πυγμαχία