πυγμαχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πυγμαχία < αρχαία ελληνική πυγμαχία

Ουσιαστικό
επεξεργασία
πυγμαχία θηλυκό
- αγώνισμα μόνο με γροθιές μεταξύ δύο ατόμων μέχρι κάποιος να βγει εκτός μάχης