Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυγμή οι πυγμές
      γενική της πυγμής των πυγμών
    αιτιατική την πυγμή τις πυγμές
     κλητική πυγμή πυγμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυγμή < αρχαία ελληνική πυγμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυγμή θηλυκό

  1. το χέρι όταν είναι κλειστό, με όλα τα δάχτυλα προς τα μέσα
     συνώνυμα: γροθιά, μπουνιά
  2. (μεταφορικά) η ισχυρή, αποφασιστική προσωπικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία


Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πυγμή αἱ πυγμαί
      γενική τῆς πυγμῆς τῶν πυγμῶν
      δοτική τῇ πυγμ ταῖς πυγμαῖς
    αιτιατική τὴν πυγμήν τὰς πυγμᾱ́ς
     κλητική ! πυγμή πυγμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυγμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πυγμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυγμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *puǵnos. Συγγενές με το (λατινικά) pugnus, (λιθουανικά) pušìs, (αγγλοσαξονικά) fyst (αγγλικά fist), (αρχαία ελληνικά) πύξ και πεύκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυγμή θηλυκό

  1. γροθιά
  2. πυγμαχία
  3. μέτρο μήκους: από τον αγκώνα μέχρι εκεί που αρχίζουν τα δάχτυλα του χεριού (~35 εκ.)