Δείτε επίσης: ἀγκώνας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγκώνας οι αγκώνες
      γενική του αγκώνα των αγκώνων
    αιτιατική τον αγκώνα τους αγκώνες
     κλητική αγκώνα αγκώνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένας αγκώνας

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκώνας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκώνας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγκών από την αιτιατική «τόν ἀγκῶνα» [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋˈɡo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκώ‐νας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγκώνας αρσενικό

  1. (ανατομία) η εξωτερική γωνία της άρθρωσης μεταξύ βραχίονα και πήχη
    ※  Η Μαρία έσκυψε απάνω απ' το τραπέζι κι έριξε πάλι το βάρος του κορμού της στους αγκώνες της. (Θανάσης Πετσάλης - Διομήδης, Μαρία Πάρνη)
  2. το τμήμα του ρούχου που καλύπτει τον αγκώνα
    ⮡  Το σακάκι του παππού ήταν τριμμένο στους αγκώνες.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία