kubuto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kubuto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kubuto | kubutoj |
αιτιατική | kubuton | kubutojn |
kubuto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kubuto | kubutoj |
αιτιατική | kubuton | kubutojn |
kubuto (eo)