πτώση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτώση | οι | πτώσεις |
γενική | της | πτώσης* | των | πτώσεων |
αιτιατική | την | πτώση | τις | πτώσεις |
κλητική | πτώση | πτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πτώση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτῶσις < πίπτω [1]
- για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική drop, fall ή από τη γαλλική chute
- για τη μουσική πτώση < σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική cadenza
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτώ‐ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση θηλυκό
- η κίνηση προς τα κάτω λόγω βαρύτητας, η ενέργεια του πέφτω
- το αποτέλεσμα της πτώσης
- η μείωση της αριθμητικής τιμής
- ↪ η πτώση της θερμοκρασίας οφείλεται στο ότι έχουν πέσει πολλά χιόνια
- η απώλεια εξουσίας
- ↪ η πτώση της κυβέρνησης συνεπάγεται εκλογές
- η άλωση μιας πολιορκούμενης πόλης
- ↪ η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως
- (γραμματική) κάθε ένας από τους τύπους που σχηματίζουν τα κλιτά μέρη του λόγου εκτός από το ρήμα
- → δείτε τις λέξεις ονομαστική, γενική, αιτιατική και κλητική και παλιότερα η δοτική, η αφαιρετική και η οργανική
- ((θρησκεία), συνήθως με κεφαλαίο) το αμάρτημα και η εκδίωξη του Αδάμ και της Εύας από τον Παράδεισο
- ↪ η Πτώση των Πρωτοπλάστων
- (ιατρική) η μετακίνηση οργάνων προς τα κάτω
- (μουσική) η διαδοχή συγχορδιών ή φθόγγων που ολοκληρώνει μια μουσική φράση ή περίοδο
- ↪ Η ατελής πτώση δίνει την εντύπωση τέλους αλλά συγχρόνως μας προετοιμάζει και για μια συνέχεια. Αντίθετα, η τέλεια πτώση ακούγεται σαν οριστικό τέλος. Χειροκρότημα!
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- ελεύθερη πτώση: πτώση που εκτελεί ένα σώμα όταν η μοναδική δύναμη που του ασκείται είναι το βάρος του
- κάθετη πτώση: απότομη μείωση
- μέχρι τελικής πτώσεως: μέχρι το τέλος
- πτώση της σημαίας: όταν ξεκινάει το ταξίμετρο να γράφει (στο ταξί)
Επεξεργασία
θέμα πτ-, πτω- {βλ|και=2|πίπτω}}
άλλα θέματα → δείτε ινδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
- πετ- → δείτε τη λέξη πετάω
- πτε- → δείτε τις λέξεις φτερό και πτερόν
- ποτ- → δείτε τη λέξη ποταμός
- πτη- → δείτε τη λέξη πτηνό
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κίνηση
|
γραμματική
- λόγω διαφοροποίησης στους ορισμούς οι παρακάτω μεταφράσεις πρέπει να ελεγχθούν και να μεταφερθούν στον αντίστοιχο πίνακα
Επεξεργασία
- ↑ πτώση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.