σύμπτωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σύμπτωση | οι | συμπτώσεις |
γενική | της | σύμπτωσης* | των | συμπτώσεων |
αιτιατική | τη | σύμπτωση | τις | συμπτώσεις |
κλητική | σύμπτωση | συμπτώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμπτώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σύμπτωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμπτωσις (ταυτόχρονη πτώση, σύμπτωση) < συμπτίπτω. Μορφολογικά αναλύετατι σε συμ- + πτῶσις (πτώση)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsim.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύμ‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίασύμπτωση θηλυκό
- η τυχαία, αναπάντεχη ταυτόχρονη εμφάνιση δύο γεγονότων
- ⮡ τι σύμπτωση να σε βρω εδώ! Και πάνω που σε σκεφτόμουν
- σύμπτωση απόψεων: απόλυτη συμφωνία
- (πληροφορική) collision: συνώνυμο του σύγκρουση
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη συμπίπτω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σύμπτωση