coincidence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coincidence | coincidences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcoincidence (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύμπτωση, το γεγονός ότι δύο πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα κατά τύχη
- ⮡ What a strange coincidence!
- Τι παράξενη σύμπτωση!
- ⮡ What a strange coincidence!
- (μόνο ενικός, επίσημο) η σύμπτωση, το γεγονός ότι δύο ή περισσότερες απόψεις κτλ. είναι ίδιες
- ⮡ a coincidence of views/opinions - σύμπτωση απόψεων
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- coincidence - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 840. ISBN 9780194325684., λήμμα: σύμπτωση