ενικός         πληθυντικός  
coincidence coincidences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

coincidence (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σύμπτωση, το γεγονός ότι δύο πράγματα συμβαίνουν ταυτόχρονα κατά τύχη
    ⮡  What a strange coincidence!
    Τι παράξενη σύμπτωση!
  2. (μόνο ενικός, επίσημο) η σύμπτωση, το γεγονός ότι δύο ή περισσότερες απόψεις κτλ. είναι ίδιες
    ⮡  a coincidence of views/opinions - σύμπτωση απόψεων

Συνώνυμα

επεξεργασία