πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύμπτωμα τα συμπτώματα
      γενική του συμπτώματος των συμπτωμάτων
    αιτιατική το σύμπτωμα τα συμπτώματα
     κλητική σύμπτωμα συμπτώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsiɱ.pto.ma/ και /ˈsim.to.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμπτωμα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμπτωμα ουδέτερο

  • παλιότερα χρησιμοποιείτο ως όρος για κάποιο τυχαίο περιστατικό που οφειλόταν σε σύμπτωση, αλλά σήμερα πια ο όρος είναι κυρίως ιατρικός και σημαίνει τις ενδείξεις, εξωτερικές και μη, μιας ασθένειας
      δεν παρατήρησα συνοδά συμπτώματα, είπε ο γιατρός
      μα γίνεται να είμαι άρρωστος δίχως κανένα σύμπτωμα;
      η θεραπεία πρέπει να αρχίσει προτού εκδηλωθούν τα συμπτώματα;;

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία