πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυμπτωματικός η προσυμπτωματική το προσυμπτωματικό
      γενική του προσυμπτωματικού της προσυμπτωματικής του προσυμπτωματικού
    αιτιατική τον προσυμπτωματικό την προσυμπτωματική το προσυμπτωματικό
     κλητική προσυμπτωματικέ προσυμπτωματική προσυμπτωματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυμπτωματικοί οι προσυμπτωματικές τα προσυμπτωματικά
      γενική των προσυμπτωματικών των προσυμπτωματικών των προσυμπτωματικών
    αιτιατική τους προσυμπτωματικούς τις προσυμπτωματικές τα προσυμπτωματικά
     κλητική προσυμπτωματικοί προσυμπτωματικές προσυμπτωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.sim.pto.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προσυμπτωματικός

προσυμπτωματικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr