Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσυμπτωματικός η προσυμπτωματική το προσυμπτωματικό
      γενική του προσυμπτωματικού της προσυμπτωματικής του προσυμπτωματικού
    αιτιατική τον προσυμπτωματικό την προσυμπτωματική το προσυμπτωματικό
     κλητική προσυμπτωματικέ προσυμπτωματική προσυμπτωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσυμπτωματικοί οι προσυμπτωματικές τα προσυμπτωματικά
      γενική των προσυμπτωματικών των προσυμπτωματικών των προσυμπτωματικών
    αιτιατική τους προσυμπτωματικούς τις προσυμπτωματικές τα προσυμπτωματικά
     κλητική προσυμπτωματικοί προσυμπτωματικές προσυμπτωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προσυμπτωματικός < προ- + συμπτωματικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική presymptomatic

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.sim.pto.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐συμ‐πτω‐μα‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

προσυμπτωματικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr