↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συμπτωματολογία οι συμπτωματολογίες
      γενική της συμπτωματολογίας των συμπτωματολογιών
    αιτιατική τη συμπτωματολογία τις συμπτωματολογίες
     κλητική συμπτωματολογία συμπτωματολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπτωματολογία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συμπτωματολογία θηλυκό

  1. κλάδος της ιατρικής που ερευνά και μελετά τα συμπτώματα των ασθενειών
  2. τα συμπτώματα μιας αρρώστιας
    η συμπτωματολογία της διοικητικής παθολογίας επέφερε συν τοις άλλοις και την κρίση χρέους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία