συμπτωματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμπτωματολογικός < συμπτωματολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασυμπτωματολογικός, -ή, -ό
- σχετικός με την συμπτωματολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμπτωματολογικός
|
συμπτωματολογικός, -ή, -ό
|