συμπίπτω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συμπίπτω < αρχαία ελληνική συμπίπτω < συν + πίπτω
ΡήμαΕπεξεργασία
συμπίπτω
- όταν μια ενέργεια συμβαίνει ταυτόχρονα με κάποια άλλη. Σπάνια χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα και είναι πιο συνηθισμένο στο τρίτο πρόσωπο
- συνέπεσε να λείπουμε όταν τηλεφώνησε (έτυχε- απρόσωπο)
- δεν συμπίπτουν οι ώρες μας (δεν συμφωνούν)
- όταν ταυτίζονται απόψεις
- όταν συναντιώνται πρόσωπα με κοινό στόχο π.χ. σε ένα ταμείο, πέφτουν δηλαδή ο ένας πάνω στον άλλον, ή εκφράζουν κοινές απόψεις
- συμπέσαμε φίλε μου