ενεστώτας coincide
γ΄ ενικό ενεστώτα coincides
αόριστος coincided
παθητική μετοχή coincided
ενεργητική μετοχή coinciding

coincide (en)

  1. (αμετάβατο) συμπίπτω, για δύο ή περισσότερα γεγονότα που γίνονται ταυτόχρονα
    ⮡  His arrival coincided with my wedding.
    Η άφιξή του συνέπεσε με το γάμο μου.
    ⮡  All these events coincided.
    Όλα αυτά τα γεγονότα συνέπεσαν.
  2. (αμετάβατο, επίσημο) συμπίπτω, ταυτίζομαι, για ιδέες, απόψεις κτλ. που είναι ίδιες ή πολύ παρόμοιες
    ⮡  The sum of private interests does not always coincide with the national interest.
    Το άθροισμα των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.
    ⮡  Our views don’t coincide.
    Οι απόψεις μας δεν ταυτίζονται.