coincide
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | coincide |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coincides |
αόριστος | coincided |
παθητική μετοχή | coincided |
ενεργητική μετοχή | coinciding |
Ρήμα
επεξεργασίαcoincide (en)
- (αμετάβατο) συμπίπτω, για δύο ή περισσότερα γεγονότα που γίνονται ταυτόχρονα
- ↪ His arrival coincided with my wedding.
- Η άφιξή του συνέπεσε με το γάμο μου.
- ↪ All these events coincided.
- Όλα αυτά τα γεγονότα συνέπεσαν.
- ↪ His arrival coincided with my wedding.
- (αμετάβατο, επίσημο) συμπίπτω, ταυτίζομαι, για ιδέες, απόψεις κτλ. που είναι ίδιες ή πολύ παρόμοιες
- ↪ The sum of private interests does not always coincide with the national interest.
- Το άθροισμα των ιδιωτικών συμφερόντων δε συμπίπτει πάντα με το εθνικό συμφέρον.
- ↪ Our views don’t coincide.
- Οι απόψεις μας δεν ταυτίζονται.
- ↪ The sum of private interests does not always coincide with the national interest.