Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμετάβατος η αμετάβατη το αμετάβατο
      γενική του αμετάβατου της αμετάβατης του αμετάβατου
    αιτιατική τον αμετάβατο την αμετάβατη το αμετάβατο
     κλητική αμετάβατε αμετάβατη αμετάβατο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμετάβατοι οι αμετάβατες τα αμετάβατα
      γενική των αμετάβατων των αμετάβατων των αμετάβατων
    αιτιατική τους αμετάβατους τις αμετάβατες τα αμετάβατα
     κλητική αμετάβατοι αμετάβατες αμετάβατα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμετάβατος < (ελληνιστική κοινήἀμετάβατος < αρχαία ελληνική μεταβαίνω < μετά + βαίνω

  Επίθετο επεξεργασία

αμετάβατος

  1. που δε μεταβαίνει
  2. (γραμματική) ρήμα ή ρηματικός τύπος που η ενέργειά του δε μεταβαίνει σε αντικείμενο, που δεν παίρνει αντικείμενο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία