αντικείμενο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντικείμενο < αρχαία ελληνική ἀντικείμενον, ουδέτερο της μετοχής του ρήματος ἀντίκειμαι < ἀντί + κεῖμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /an.diˈci.me.no/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντικείμενο ουδέτερο
- καθετί που μπορεί να υποπέσει στις αισθήσεις μας, κυρίως στην όραση και την ακοή, καθετί που ανήκει στον εξωτερικό κόσμο
- (γραμματική) μέρος του λόγου που λειτουργεί ως αποδέκτης της ενέργειας του ρήματος
- στη φράση "έδωσα το γάλα στη μαμά μου" το "γάλα" είναι άμεσο και η "μαμά" είναι έμμεσο αντικείμενο της πρότασης
- (φυσική) το σημείο ή τα σημεία από τα οποία προέρχεται το φως ειδώλου
- (πληροφορική) object: μία αυτοτελής οντότητα, που έχει ορισθεί εκ των προτέρων ή δημιουργείται κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ενός προγράμματος (πχ. δομή δεδομένων, συνάρτηση, κλάση, αντικείμενο κλάσης, κλπ.)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) τύπος δεδομένων που περιέχει ταυτόχρονα δεδομένα (ιδιότητες) και υποπρογράμματα (μέθοδοι) και δημιουργείται από το πρότυπο μιας κλάσης με την εκτέλεση του κώδικα της μεθόδου κατασκευής[1]
- ≈ συνώνυμα: στιγμιότυπο κλάσης, αντικείμενο κλάσης
- (Ορολογία) καθετί αντιληπτό με τις αισθήσεις ή συλληπτό με τον νου κάποια στιγμή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πράγμα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις
αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Διομήδης Σπινέλλης, Προγραμματισμός με αντικείμενα, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Προσπέλαση 26/10/2019