dopełnienie
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | dopełnienie | dopełnienia |
γενική | dopełnienia | dopełnień |
δοτική | dopełnieniu | dopełnieniom |
αιτιατική | dopełnienie | dopełnienia |
οργανική | dopełnieniem | dopełnieniami |
τοπική | dopełnieniu | dopełnieniach |
κλητική | dopełnienie | dopełnienia |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdopełnienie (pl) ουδέτερο
- το συμπλήρωμα, το γέμισμα
- (γραμματική) το αντικείμενο
- (μαθηματικά) το συμπλήρωμα