Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dopełnienie dopełnienia
γενική dopełnienia dopełnień
δοτική dopełnieniu dopełnieniom
αιτιατική dopełnienie dopełnienia
οργανική dopełnieniem dopełnieniami
τοπική dopełnieniu dopełnieniach
κλητική dopełnienie dopełnienia

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dopełnienie (pl) ουδέτερο

  1. το συμπλήρωμα, το γέμισμα
  2. (γραμματική) το αντικείμενο
  3. (μαθηματικά) το συμπλήρωμα