οργανική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- οργανική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οργανικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
οργανική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η πτώση που χρησιμοποιείται όταν το αντικείμενο της πρότασης αποτελεί μέσο ή όργανο για τη δράση του ρήματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οργανική
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
οργανική