instrumental
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instrumental | instrumentaux |
θηλυκό | instrumentale | instrumentales |
Επίθετο
επεξεργασίαinstrumental (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | instrumental | instrumentaux |
θηλυκό | instrumentale | instrumentales |
instrumental (fr)