ενόργανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενόργανος < εν- + όργανο + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική instrumental)
Επίθετο
επεξεργασίαενόργανος
- που γίνεται, πραγματοποιείται ή εκτελείται με όργανα
- ※ Όταν ακούμε την έκφραση «το τέλειο δεκάρι» στην ενόργανη γυμναστική, αμέσως το μυαλό μας πηγαίνει στη Νάντια Κομανέτσι. Και όμως η μικρόσωμη Ρουμάνα δεν είναι η μόνη που το έχει πετύχει. (εφ. καθημερινή, 11/5/2013)
- ※ Η «Βασίλισσα των ξωτικών» ανήκει στην κατηγορία της ημι-όπερας (semi-opera), η οποία αναπτύχθηκε στην Αγγλία περί τα τέλη του 17ου ως τις αρχές του 18ου αιώνα. Πρόκειται για σκηνικό είδος στο οποίο συνδυάζεται η πρόζα με ενόργανη μουσική, τραγούδια και εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια. (εφ. Το Βήμα, 13/4/2018)
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του οργανικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη όργανο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενόργανος
ενόργανη γυμναστική