πρόζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πρόζα | οι | πρόζες |
γενική | της | πρόζας | — | |
αιτιατική | την | πρόζα | τις | πρόζες |
κλητική | πρόζα | πρόζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική prosa < λατινική prosa (oratio) < prorsa, θηλυκό του prorsus < παλαιά λατινική prōvorsus < pro- + vorsus < verto
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόζα θηλυκό
- η πεζογραφία, ο πεζός λόγος
- οι διάλογοι σε θεατρικό έργο με μουσικοχορευτικά μέρη
- (μεταφορικά) λόγος με σκέρτσο και θεατρικότητα (π.χ. λεκτικός αυτοσχεδιασμός επί σκηνής)