επί
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- επί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπί
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi/ τονισμένο, όταν αναφέρεται ως λέξη: «το σύμβολο του επί»
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί
ΠρόθεσηΕπεξεργασία
επί, επ' (πριν από φωνήεν που έπαιρνε ψιλή), εφ' (πριν από φωνήεν που έπαιρνε δασεία)
- (+ γενική)
- (με χρονική σημασία) κατά τη διάρκεια, την εποχή του...
- ↪ επί Tουρκοκρατίας
- (με τοπική σημασία) πάνω
- ↪ Η πυρκαγιά κατέκαψε ξερά χόρτα και επί τόπου βρέθηκαν δύο οχήματα της Πυροσβεστικής.
- ↪ χόκεϊ επί πάγου
- σχετικά με...
- ↪ Η ομάδα δεν θα συνεδριάσει επί του θέματος για αυτήν την εβδομάδα τουλάχιστον.
- (με χρονική σημασία) κατά τη διάρκεια, την εποχή του...
- (+ αιτιατική) εκφράζει χρονική διάρκεια: για
- ↪ επί πολλή ώρα
- (+ δοτική) → δείτε τις εκφράσεις
- (μαθηματικά)
- δείχνει πολλαπλασιασμό
- ↪ δύο επί τέσσερα ίσον οκτώ
- σύμβολο: ×
- (συναρτήσεις) δείχνει ότι κάθε στοιχείο του δεύτερου συνόλου είναι εικόνα τουλάχιστον ενός στοιχείου του πρώτου συνόλου
- δείχνει πολλαπλασιασμό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- επί ποινή
- επί υπεξαιρέσει
- επί τόπου
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σημασίες του «επί»
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «επί» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.