Δείτε επίσης: ἐπί, επι-, ἐπι-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

επί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi/ άτονο: προφέρεται μαζί με την επόμενη λέξη)
ΔΦΑ : /eˈpi/ τονισμένο, όταν αναφέρεται ως λέξη: «το σύμβολο του επί»
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πί

  Πρόθεση επεξεργασία

επί, επ' (πριν από φωνήεν που έπαιρνε ψιλή), εφ' (πριν από φωνήεν που έπαιρνε δασεία)

  1. (+ γενική)
    1. (με χρονική σημασία) κατά τη διάρκεια, την εποχή του...
      επί Tουρκοκρατίας
    2. (με τοπική σημασία) πάνω
      Η πυρκαγιά κατέκαψε ξερά χόρτα και επί τόπου βρέθηκαν δύο οχήματα της Πυροσβεστικής.
      χόκεϊ επί πάγου
    3. σχετικά με...
      Η ομάδα δεν θα συνεδριάσει επί του θέματος για αυτήν την εβδομάδα τουλάχιστον.
  2. (+ αιτιατική) εκφράζει χρονική διάρκεια: για
    επί πολλή ώρα
  3. (+ δοτική) → δείτε τις εκφράσεις 
  4. (μαθηματικά)
    1. δείχνει πολλαπλασιασμό
      δύο επί τέσσερα ίσον οκτώ
      σύμβολο: ×
    2. (συναρτήσεις) δείχνει ότι κάθε στοιχείο του δεύτερου συνόλου είναι εικόνα τουλάχιστον ενός στοιχείου του πρώτου συνόλου

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • επ' ακολουθεί λέξη με αρχικό φωνήεν που δεν έπαιρνε δασεία
  • εφ' ακολουθεί λέξη με αρχικό φωνήεν που παλιά έπαιρνε δασεία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

πλοήγηση α...ω με τα βελάκια
έκφραση σχόλια
παλιότερη γραφή
με πτώση
άλμα επί κοντώ ἅλμα ἐπὶ κοντῷ δοτική
άμα τη εμφανίσει ἅμα τῇ ἐμφανίσει δοτική
ασκήσεις επί χάρτου ἐπὶ χάρτου γενική
έκαστος εφ' ω ετάχθη ἕκαστος ἐφ' ᾧ ἐτάχθη δοτική
επ' αγαθώ ἐπ' ἀγαθῷ δοτική
επ' αγκύρα ἐπ' ἀγκύρᾳ δοτική
επ' αόριστον ἐπ' ἀόριστον αιτιατική
επ' άπειρον ἐπ' ἄπειρον αιτιατική
επ' αυτοφώρω ἐπ' αὐτοφώρῳ δοτική
επ' εσχάτων ἐπ' ἐσχάτων (τον τελευταίο καιρό) γενική
επ' ευκαιρία ἐπ' εὐκαιρίᾳ δοτική
επ' ονόματι ἐπ' ὀνόματι (κάποιου) δοτική
επ' ουδενί ἐπ' οὐδενί δοτική
επ' ουδενί λόγω ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ δοτική
επ' ώμου ἐπ' ὤμου γενική
επ' ωφελεία ἐπ' ὠφελείᾳ δοτική
επί ζημία ἐπὶ ζημίᾳ δοτική
επί θύραις ἐπὶ θύραις δοτική
επί ίσοις όροις ἐπὶ ἴσοις ὅροις δοτική
επί καθημερινής βάσεως ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως γενική
επί κεφαλής, επικεφαλής ἐπὶ κεφαλῆς γενική
επί λέξει ἐπὶ λέξει δοτική
επί λόγω τιμής ἐπὶ λόγῳ τιμῆς δοτική
επί μακρόν ἐπὶ μακρόν αιτιατική
επί ματαίω ἐπὶ ματαίῳ δοτική
επί μέρους ἐπὶ μέρους γενική
επί ξυρού ακμής ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς γενική
επί παντός επιστητού ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ γενική
επί παραδείγματι ἐπὶ παραδείγματι δοτική
επί παρακαταθήκη ἐπὶ παρακαταθήκῃ δοτική
επί πιστώσει ἐπὶ πιστώσει δοτική
επί πληρωμή ἐπὶ πληρωμῇ δοτική
επί πλοίου ἐπὶ πλοίου γενική
επί ποδός ἐπὶ ποδός γενική
επί ποδός πολέμου ἐπὶ ποδός πολέμου γενική
επί ποινή ἐπὶ ποινῇ δοτική
επί πόνου ἐπὶ πόνου γενική
επί τα βελτίω ἐπὶ τὰ βελτίῳ δοτική
επί τα χείρω ἐπὶ τὰ χείρῳ δοτική
επί τη βάσει ἐπὶ τῇ βάσει δοτική
επί τη εμφανίσει ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει δοτική
επί τη ευκαιρία ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ δοτική
επί της αρχής ἐπὶ τῆς ἀρχῆς κατ' αρχήν γενική
επί της ουσίας ἐπὶ τῆς οὐσίας γενική
επί της υποδοχής ἐπὶ τῆς ὑποδοχῆς γενική
επί τιμή ἐπὶ τιμῇ δοτική
επί το έργον ἐπὶ τὸ ἔργον αιτιατική
επί τον τύπον των ήλων ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων αιτιατική
επί τόπου ἐπὶ τόπου γενική
επί του οποίου ἐπὶ τοῦ ὁποίου γενική
επί του παρόντος ἐπὶ τοῦ παρόντος γενική
επί του προκειμένου ἐπὶ τοῦ προκειμένου γενική
επί τούτοις ἐπὶ τούτοις δοτική
επί τούτου ἐπὶ τούτου γενική
επί τούτω ἐπὶ τούτῳ δοτική
επί τροχάδην ἐπὶ τροχάδην (επιτροχάδην) επίρρημα
επί των επάλξεων ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων γενική
επί υπεξαιρέσει ἐπὶ ὑπεξαιρέσει (υπεξαίρεση) δοτική
επί υφηγεσία ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ (υφηγεσία) δοτική
επί χρήμασι ἐπὶ χρήμασι) (χρήμα) δοτική
εφ' άπαξ ἐφ' ἅπαξ εφάπαξ γενική
εφ' ενός ζυγού ἐφ' ἑνὸς ζυγοῦ γενική
εφ' όλης της ύλης ἐφ' ὅλης τῆς ὕλης γενική
εφ' όρου ζωής ἐφ' ὅρου ζωῆς γενική
εφ' όσον ἐφ' ὅσον εφόσον αιτιατική
θέτω επί τάπητος θέτω ἐπὶ τάπητος γενική
κλίνατε επ' αριστερά κλίνατε ἐπ' ἀριστερά αιτιατική
κλίνατε επί δεξιά κλίνατε ἐπὶ δεξιά αιτιατική
παίρνω επί πόνου παίρνω ἐπὶ πόνου γενική
πατάω επί πτωμάτων πατῶ ἐπὶ πτωμάτων γενική
φόρος επί της αξίας φόρος ἐπὶ τῆς ἀξίας γενική
χόκεϊ επί πάγου χόκεϊ ἐπὶ πάγου χόκεϊ γενική
χόκεϊ επί χόρτου χόκεϊ ἐπὶ χόρτου χόκεϊ γενική
ως επί το πλείστον ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αιτιατική

  Πηγές επεξεργασία