επί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπί
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /eˈpi/ τονισμένο, όταν αναφέρεται ως λέξη: «το σύμβολο του επί»
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πί
Πρόθεση επεξεργασία
επί, επ' (πριν από φωνήεν που έπαιρνε ψιλή), εφ' (πριν από φωνήεν που έπαιρνε δασεία)
- (+ γενική)
- (με χρονική σημασία) κατά τη διάρκεια, την εποχή του...
- ↪ επί Tουρκοκρατίας
- (με τοπική σημασία) πάνω
- ↪ Η πυρκαγιά κατέκαψε ξερά χόρτα και επί τόπου βρέθηκαν δύο οχήματα της Πυροσβεστικής.
- ↪ χόκεϊ επί πάγου
- σχετικά με...
- ↪ Η ομάδα δεν θα συνεδριάσει επί του θέματος για αυτήν την εβδομάδα τουλάχιστον.
- (με χρονική σημασία) κατά τη διάρκεια, την εποχή του...
- (+ αιτιατική) εκφράζει χρονική διάρκεια: για
- ↪ επί πολλή ώρα
- (+ δοτική) → δείτε τις εκφράσεις
- (μαθηματικά)
- δείχνει πολλαπλασιασμό
- ↪ δύο επί τέσσερα ίσον οκτώ
- σύμβολο: ×
- (συναρτήσεις) δείχνει ότι κάθε στοιχείο του δεύτερου συνόλου είναι εικόνα τουλάχιστον ενός στοιχείου του πρώτου συνόλου
- δείχνει πολλαπλασιασμό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- επ' ακολουθεί λέξη με αρχικό φωνήεν που δεν έπαιρνε δασεία
- εφ' ακολουθεί λέξη με αρχικό φωνήεν που παλιά έπαιρνε δασεία
επεξεργασία
- επι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα επι- στο Βικιλεξικό
- επ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα επ- στο Βικιλεξικό
- εφ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εφ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημασίες του «επί»
|
Εκφράσεις επεξεργασία
έκφραση | σχόλια παλιότερη γραφή |
με πτώση |
---|---|---|
άλμα επί κοντώ | ἅλμα ἐπὶ κοντῷ | δοτική |
άμα τη εμφανίσει | ἅμα τῇ ἐμφανίσει | δοτική |
ασκήσεις επί χάρτου | ἐπὶ χάρτου | γενική |
έκαστος εφ' ω ετάχθη | ἕκαστος ἐφ' ᾧ ἐτάχθη | δοτική |
επ' αγαθώ | ἐπ' ἀγαθῷ | δοτική |
επ' αγκύρα | ἐπ' ἀγκύρᾳ | δοτική |
επ' αόριστον | ἐπ' ἀόριστον | αιτιατική |
επ' άπειρον | ἐπ' ἄπειρον | αιτιατική |
επ' αυτοφώρω | ἐπ' αὐτοφώρῳ | δοτική |
επ' εσχάτων | ἐπ' ἐσχάτων (τον τελευταίο καιρό) | γενική |
επ' ευκαιρία | ἐπ' εὐκαιρίᾳ | δοτική |
επ' ονόματι | ἐπ' ὀνόματι (κάποιου) | δοτική |
επ' ουδενί | ἐπ' οὐδενί | δοτική |
επ' ουδενί λόγω | ἐπ' οὐδενὶ λόγῳ | δοτική |
επ' ώμου | ἐπ' ὤμου | γενική |
επ' ωφελεία | ἐπ' ὠφελείᾳ | δοτική |
επί ζημία | ἐπὶ ζημίᾳ | δοτική |
επί θύραις | ἐπὶ θύραις | δοτική |
επί ίσοις όροις | ἐπὶ ἴσοις ὅροις | δοτική |
επί καθημερινής βάσεως | ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως | γενική |
επί κεφαλής, επικεφαλής | ἐπὶ κεφαλῆς | γενική |
επί λέξει | ἐπὶ λέξει | δοτική |
επί λόγω τιμής | ἐπὶ λόγῳ τιμῆς | δοτική |
επί μακρόν | ἐπὶ μακρόν | αιτιατική |
επί ματαίω | ἐπὶ ματαίῳ | δοτική |
επί μέρους | ἐπὶ μέρους | γενική |
επί ξυρού ακμής | ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς | γενική |
επί παντός επιστητού | ἐπὶ παντὸς ἐπιστητοῦ | γενική |
επί παραδείγματι | ἐπὶ παραδείγματι | δοτική |
επί παρακαταθήκη | ἐπὶ παρακαταθήκῃ | δοτική |
επί πιστώσει | ἐπὶ πιστώσει | δοτική |
επί πληρωμή | ἐπὶ πληρωμῇ | δοτική |
επί πλοίου | ἐπὶ πλοίου | γενική |
επί ποδός | ἐπὶ ποδός | γενική |
επί ποδός πολέμου | ἐπὶ ποδός πολέμου | γενική |
επί ποινή | ἐπὶ ποινῇ | δοτική |
επί πόνου | ἐπὶ πόνου | γενική |
επί τα βελτίω | ἐπὶ τὰ βελτίῳ | δοτική |
επί τα χείρω | ἐπὶ τὰ χείρῳ | δοτική |
επί τη βάσει | ἐπὶ τῇ βάσει | δοτική |
επί τη εμφανίσει | ἐπὶ τῇ ἐμφανίσει | δοτική |
επί τη ευκαιρία | ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ | δοτική |
επί της αρχής | ἐπὶ τῆς ἀρχῆς κατ' αρχήν | γενική |
επί της ουσίας | ἐπὶ τῆς οὐσίας | γενική |
επί της υποδοχής | ἐπὶ τῆς ὑποδοχῆς | γενική |
επί τιμή | ἐπὶ τιμῇ | δοτική |
επί το έργον | ἐπὶ τὸ ἔργον | αιτιατική |
επί τον τύπον των ήλων | ἐπὶ τὸν τύπον τῶν ἥλων | αιτιατική |
επί τόπου | ἐπὶ τόπου | γενική |
επί του οποίου | ἐπὶ τοῦ ὁποίου | γενική |
επί του παρόντος | ἐπὶ τοῦ παρόντος | γενική |
επί του προκειμένου | ἐπὶ τοῦ προκειμένου | γενική |
επί τούτοις | ἐπὶ τούτοις | δοτική |
επί τούτου | ἐπὶ τούτου | γενική |
επί τούτω | ἐπὶ τούτῳ | δοτική |
επί τροχάδην | ἐπὶ τροχάδην (επιτροχάδην) | επίρρημα |
επί των επάλξεων | ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων | γενική |
επί υπεξαιρέσει | ἐπὶ ὑπεξαιρέσει (υπεξαίρεση) | δοτική |
επί υφηγεσία | ἐπὶ ὑφηγεσίᾳ (υφηγεσία) | δοτική |
επί χρήμασι | ἐπὶ χρήμασι) (χρήμα) | δοτική |
εφ' άπαξ | ἐφ' ἅπαξ εφάπαξ | γενική |
εφ' ενός ζυγού | ἐφ' ἑνὸς ζυγοῦ | γενική |
εφ' όλης της ύλης | ἐφ' ὅλης τῆς ὕλης | γενική |
εφ' όρου ζωής | ἐφ' ὅρου ζωῆς | γενική |
εφ' όσον | ἐφ' ὅσον εφόσον | αιτιατική |
θέτω επί τάπητος | θέτω ἐπὶ τάπητος | γενική |
κλίνατε επ' αριστερά | κλίνατε ἐπ' ἀριστερά | αιτιατική |
κλίνατε επί δεξιά | κλίνατε ἐπὶ δεξιά | αιτιατική |
παίρνω επί πόνου | παίρνω ἐπὶ πόνου | γενική |
πατάω επί πτωμάτων | πατῶ ἐπὶ πτωμάτων | γενική |
φόρος επί της αξίας | φόρος ἐπὶ τῆς ἀξίας | γενική |
χόκεϊ επί πάγου | χόκεϊ ἐπὶ πάγου χόκεϊ | γενική |
χόκεϊ επί χόρτου | χόκεϊ ἐπὶ χόρτου χόκεϊ | γενική |
ως επί το πλείστον | ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον | αιτιατική |
Πηγές επεξεργασία
- επί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.