Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

εφάπαξ

  1. μια μόνο φορά
  2. σε μία δόση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εφάπαξ ουδέτερο άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία