εφάπαξ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαεφάπαξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεφάπαξ ουδέτερο άκλιτο
- (συνεκδοχικά) χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος από το ασφαλιστικό του ταμείο όταν βγαίνει στη σύνταξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία επίρρημα—μια μόνο φορά