χρηματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματικός < αρχαία ελληνική χρηματικός
Επίθετο
επεξεργασίαχρηματικός
- σχετικός με το χρήμα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαχρηματικός < χρηματίζω
Επίθετο
επεξεργασίαχρηματικός, ή, όν (ελληνιστική ή και μεταγενέστερη λέξη)