μεταγενέστερη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
μεταγενέστερη
- θηλυκό του μεταγενέστερος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
- (λεξικογραφία, φιλολογία) η ελληνιστική κοινή περίοδος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Εννοείται το ουσιαστικό γλώσσα
- άλλη μορφή: μεταγενεστέρα (καθαρεύουσα)
- συντομογραφία: μτγν.