μεταγενέστερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταγενέστερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταγενέστερος, συγκριτικός βαθμός του επιθέτου μεταγενής
Επίθετο
επεξεργασίαμεταγενέστερος, -η, -ο
- αυτός που προέκυψε, δημιουργήθηκε, γεννήθηκε, έζησε, γράφτηκε, έδρασε κ.λπ. μετά από μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή η οποία είτε αναφέρεται ρητά ή θεωρείται ευκόλως εννοούμενη στο πλαίσιο των συμφραζομένων
- ο Επίκτητος ήταν μεταγενέστερος του Ζήνωνα του Στωϊκού (γεννήθηκε πολύ αργότερα ή ανήκε απλώς στην επόμενη γενιά)
- ≠ αντώνυμα:: προγενέστερος, παλαιότερος
- (λεξικογραφία, φιλολογία) δείτε το θηλυκό → μεταγενεστέρα, μεταγενέστερη: συνώνυμο του ελληνιστική κοινή γλώσσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταγενέστερος