postérieur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | postérieur | postérieurs |
θηλυκό | postérieure | postérieures |
postérieur (fr)
- (σχετικά με το χρόνο) μεταγενέστερος, ύστερος, κατοπινός
- (σχετικά με τον τόπο) οπίσθιος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
postérieur | postérieurs |
postérieur (fr) αρσενικό