Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προγενέστερος η προγενέστερη το προγενέστερο
      γενική του προγενέστερου της προγενέστερης του προγενέστερου
    αιτιατική τον προγενέστερο την προγενέστερη το προγενέστερο
     κλητική προγενέστερε προγενέστερη προγενέστερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προγενέστεροι οι προγενέστερες τα προγενέστερα
      γενική των προγενέστερων των προγενέστερων των προγενέστερων
    αιτιατική τους προγενέστερους τις προγενέστερες τα προγενέστερα
     κλητική προγενέστεροι προγενέστερες προγενέστερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

προγενέστερος < αρχαία ελληνική προγενέστερος, συγκριτικός βαθμός του προγενής < πρό + γίγνομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.ʝeˈne.ste.ɾos/

  Επίθετο επεξεργασία

προγενέστερος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία