πριν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πριν < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πρίν
Προφορά
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
πριν
- (χρονικό επίρρημα) προηγούμενα, νωρίτερα
- ⮡ μακάρι να το είχα σκεφτεί πιο πριν!
- (τοπικό επίρρημα) πιο μπροστά
- ⮡ Το λεωφορείο δεν περνάει από εδώ, έχει τέρμα πέντε δρόμους πριν.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πριν ουδέτερο άκλιτο
- το παρελθόν
- ⮡ Για να βγάλουμε συμπεράσματα από ένα γεγονός, πρέπει να δούμε τόσο το πριν όσο και το μετά.
- → δείτε και από τα πριν, μετά
Πρόθεση
επεξεργασία
Σύνδεσμος
επεξεργασία
πριν
- με δευτερεύουσα πρόταση, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
- ⮡ έκλεισα τα παράθυρα πριν αρχίσει να βρέχει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επίρρημα
ουσιαστικό
|
Πηγές
επεξεργασία
- πριν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας