before
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαbefore (en) (χωρίς παραθετικά)
- πριν (από), μπροστά από, πρώτα
- ⮡ I bought them two months before.
- Τα αγόρασα πριν από/μπροστά από δυο μήνες.
- ⮡ Life was better before.
- Η ζωή ήταν καλύτερη πριν.
- ⮡ He came out of the hospital cured and healthy as before.
- Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
- ⮡ They started to speak like before.
- Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα.
- ≈ συνώνυμα: earlier, ago και previously
- ⮡ I bought them two months before.
Πρόθεση
επεξεργασίαbefore (en)
- πριν (από), νωρίτερα από κάποιον ή κάτι
- ⮡ He left before Christmas.
- Έφυγε πριν (από) τα Χριστούγεννα.
- ⮡ The pilots were briefed before their mission.
- Οι πιλότοι ενημερώθηκαν πριν από την αποστολή τους.
- ⮡ He can’t see you before eleven.
- Δεν μπορεί να σας δεχτεί πριν τις έντεκα.
- ⮡ I will be back before five.
- Θα γυρίσω πριν από τις πέντε.
- ⮡ She will have become a teacher before me.
- Θα έχει γίνει δασκάλα πριν από εμένα.
- ⮡ There was a fight before the crime.
- Προηγήθηκε πάλη του εγκλήματος.
- ⮡ He left before Christmas.
- πριν (από), μπροστά από κάποιον ή κάτι σε μια σειρά
- ⮡ two stops before the end - δύο στάσεις πριν (από) το τέρμα
- ⮡ (in line) You are before me!
- (στην ουρά) Προηγείστε!/Είστε πριν από εμένα!
- (μάλλον επίσημο) μπροστά σε, πριν (από), που βρίσκεται σε θέση μπροστά σε κάποιον ή κάτι
- μπροστά σε, είμαι παρουσία κάποιου που ακούει, παρακολουθεί κτλ.
- ⮡ He was brought before the judge.
- Τον έφεραν μπροστά στο δικαστή.
- ≈ συνώνυμα: in front of
- ⮡ He was brought before the judge.
Σύνδεσμος
επεξεργασίαbefore (en)
- πριν, προτού, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
- ⮡ I will read a book before I go to sleep.
- Θα διαβάσω ένα βιβλίο πριν κοιμηθώ.
- ⮡ I ran and caught him just before he left.
- Έτρεξα και τον πρόλαβα λίγο πριν φύγει.
- ⮡ I’ll let you know before leaving.
- Θα σε ειδοποιήσω προτού φύγω.
- ⮡ I will read a book before I go to sleep.
- πριν να, ώσπου να
- αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να απειλήσει κάποιον ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί
- (επίσημο) παρά να
- ⮡ They were determined to die before being enslaved.
- Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.
- ≈ συνώνυμα: rather than
- ⮡ They were determined to die before being enslaved.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- before (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- before (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- before (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 286. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμπρός