Επίρρημα

επεξεργασία

before (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πριν (από), μπροστά από, πρώτα
    ⮡  I bought them two months before.
    Τα αγόρασα πριν από/μπροστά από δυο μήνες.
    ⮡  Life was better before.
    Η ζωή ήταν καλύτερη πριν.
    ⮡  He came out of the hospital cured and healthy as before.
    Βγήκε από το νοσοκομείο θεραπευμένος και υγιής όπως πριν.
    ⮡  They started to speak like before.
    Άρχισαν να μιλούν όπως πρώτα.
     συνώνυμα: earlierago και previously

  Πρόθεση

επεξεργασία

before (en)

  1. πριν (από), νωρίτερα από κάποιον ή κάτι
    ⮡  He left before Christmas.
    Έφυγε πριν (από) τα Χριστούγεννα.
    ⮡  The pilots were briefed before their mission.
    Οι πιλότοι ενημερώθηκαν πριν από την αποστολή τους.
    ⮡  He can’t see you before eleven.
    Δεν μπορεί να σας δεχτεί πριν τις έντεκα.
    ⮡  I will be back before five.
    Θα γυρίσω πριν από τις πέντε.
    ⮡  She will have become a teacher before me.
    Θα έχει γίνει δασκάλα πριν από εμένα.
    ⮡  There was a fight before the crime.
    Προηγήθηκε πάλη του εγκλήματος.
  2. πριν (από), μπροστά από κάποιον ή κάτι σε μια σειρά
    ⮡  two stops before the end - δύο στάσεις πριν (από) το τέρμα
    ⮡  (in line) You are before me!
    (στην ουρά) Προηγείστε!/Είστε πριν από εμένα!
  3. (μάλλον επίσημο) μπροστά σε, πριν (από), που βρίσκεται σε θέση μπροστά σε κάποιον ή κάτι
    ⮡  Look before you! - Κοίτα μπροστά σου!
    ⮡  before my eyes - μπροστά στα μάτια μου
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη ahead of
  4. μπροστά σε, είμαι παρουσία κάποιου που ακούει, παρακολουθεί κτλ.
    ⮡  He was brought before the judge.
    Τον έφεραν μπροστά στο δικαστή.
     συνώνυμα: in front of

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

before (en)

  1. πριν, προτού, δείχνει ότι η πράξη που περιγράφεται ακολουθεί χρονικά την πράξη της κύριας πρότασης
    ⮡  I will read a book before I go to sleep.
    Θα διαβάσω ένα βιβλίο πριν κοιμηθώ.
    ⮡  I ran and caught him just before he left.
    Έτρεξα και τον πρόλαβα λίγο πριν φύγει.
    ⮡  I’ll let you know before leaving.
    Θα σε ειδοποιήσω προτού φύγω.
  2. πριν να, ώσπου να
    ⮡  It will be five years before we meet again.
    Θα περάσουν πέντε χρόνια πριν να/ώσπου να ξανασυναντηθούμε.
     συνώνυμα: until
  3. αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να απειλήσει κάποιον ότι κάτι κακό θα μπορούσε να συμβεί
    ⮡  Get ready quickly before you miss the train.
    Ετοιμάσου γρήγορα, αλλιώς θα χάσεις το τρένο.
    ⮡  Pay me what you owe me before we have a messy resolution.
    Θα μου πληρώσεις ό,τι μου χρωστάς· αλλιώς θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη otherwise
  4. (επίσημο) παρά να
    ⮡  They were determined to die before being enslaved.
    Ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν παρά να σκλαβωθούν.
     συνώνυμα: rather than

Παράγωγα

επεξεργασία