προτού
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προτού < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική προτοῦ[1] πρὸ τοῦ (+ οριστική) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή[2] πρὸ τοῦ (+ απαρέμφατο)
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾoˈtu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐τού
- τονικό παρώνυμο: πρώτου
Σύνδεσμος Επεξεργασία
προτού χρονικός σύνδεσμος
- πριν
- ※ Έπρεπε ωστόσο και κάτι άλλο να κανονίσει αυτή τη φορά προτού φύγει. (Δημήτρης Χατζής, Ανυπεράσπιστοι)
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «προτοῦ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950.
- ↑ προτού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.