απαρέμφατο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαρέμφατο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπαρέμφατον[1] < ἀπαρέμφατος (αφανέρωτος) < ἀ- στερητικό + παρεμφαίνω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.paˈɾeɱ.fa.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ρέμ‐φα‐το
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απαρέμφατο ουδέτερο
- (γραμματική) ρηματικός τύπος που δε φανερώνει το υποκείμενο ή τον αριθμό του/των προσώπων, αλλά μόνον τον ρηματικό χρόνο και τη ρηματική διάθεση - φωνή
- το "δηλοῦν" είναι αρχαίο απαρέμφατο ενεστώτα της ενεργητικής φωνής του επίσης αρχαίου ρήματος δηλόω-δηλῶ
- το "δηλώσει" είναι το απαρέμφατο της ενεργητικής φωνής του νεοελληνικού ρήματος δηλώνω
- το "δηλωθεί" είναι το απαρέμφατο της παθητικής φωνής του ρήματος δηλώνω
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απαρέμφατο
Επεξεργασία
- ↑ «απαρέμφατο» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.