εξαμαρτείν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξαμαρτείν < απαρέμφατο ἐξαμαρτεῖν του ρήματος ἐξαμαρτάνω (αποτυγχάνω, διαπράττω σφάλμα)[1][2]
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξαμαρτείν ουδέτερο άκλιτο
- (αρχαιοπρεπές) το να κάνει κανείς λάθος, μόνον στην αρχαιοπρεπή έκφραση το δις εξαμαρτείν (ουκ ανδρός σοφού)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξαμαρτείν
|
Πηγές επεξεργασία
- εξαμαρτείν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εξαμαρτείν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ εξαμαρτείν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ εξαμαρτείν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας