γίγνεσθαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γίγνεσθαι < απαρέμφατο ενεστώτα του γίγνομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɣne.sθe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γί‐γνε‐σθαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγίγνεσθαι ουδέτερο άκλιτο
- (φιλοσοφία, λόγιο) η διαρκής εξέλιξη, διαμόρφωση ή μετατροπή των πραγμάτων, η σύνθεση που προκύπτει μέσα από τις συγκρούσεις
- ⮡ Το κοινωνικό γίγνεσθαι
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γίνομαι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑπαρέμφατο
επεξεργασίαγίγνεσθαι