αποθετικό ρήμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποθετικό ρήμα → δείτε τις λέξεις αποθετικός και ρήμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποθετικόν ῥῆμα < υστερολατινική verbum deponens → και δείτε τη λέξη ἀποθετικός (ανακεφαλαιωτικός). Η ονομασία, επειδή αρχικά θεωρήθηκε ότι είχαν αποβάλει, είχαν αποθέσει την ενεργητική μορφή τους
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αποθετικό ρήμα ουδέτερο
- (γραμματική) ρήμα που δεν έχει ενεργητική φωνή, δεν έχει ενεργητικούς τύπους
- ↪ τα ρήματα εργάζομαι, έρχομαι, εκμεταλλεύομαι, διαπραγματεύομαι κλπ είναι αποθετικά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αποθετικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας