Επίθετο

επεξεργασία

deponent (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

deponent (en)

  1. ο μάρτυρας που καταθέτει κάτι ενόρκως
  2. (γραμματική) το αποθετικό (ρήμα)