deponent
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
deponent (en)
- (γραμματική) αποθετικός (για ρήματα χωρίς ενεργητική φωνή)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
deponent (en)
- ο μάρτυρας που καταθέτει κάτι ενόρκως
- (γραμματική) το αποθετικό (ρήμα)
deponent (en)
deponent (en)