Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ενόρκως < ένορκ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ενόρκως

  Μεταφράσεις επεξεργασία