καταθέτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταθέτω < αρχαία ελληνική κατατίθημι
Ρήμα
επεξεργασίακαταθέτω
- (γενικότερα) τοποθετώ κάποιο αντικείμενο σε μνημείο σαν ένδειξη θαυμασμού ή εκτίμησης
- (οικονομία) τοποθετώ χρήματα σε λογαριασμό
- (νομικός όρος) δίνω κάποια μαρτυρία ή έντυπο σε δικαστική ή άλλη αρχή
- κατέθεσε την παραίτησή του
- πήγε στο δικαστήριο για να καταθέσει υπέρ του κατηγορούμενου
- (συνεκδοχικά) δίνω ή υποβάλω σε κάποια δημόσια ή άλλη αρχή κάποιο έντυπο ή άλλο αντικείμενο που μου έχει δοθεί ή εντολή που μου έχει ανατεθεί, χάνοντας έτσι το αντίστοιχο δικαίωμα χρήσης του
- κατέθεσαν τα σήματά τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας
- μετά από τα τελευταία γεγονότα ο Πρωθυπουργός κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης
Παράγωγα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταθέτω | κατέθετα | θα καταθέτω | να καταθέτω | καταθέτοντας | |
β' ενικ. | καταθέτεις | κατέθετες | θα καταθέτεις | να καταθέτεις | κατέθετε | |
γ' ενικ. | καταθέτει | κατέθετε | θα καταθέτει | να καταθέτει | ||
α' πληθ. | καταθέτουμε | καταθέταμε | θα καταθέτουμε | να καταθέτουμε | ||
β' πληθ. | καταθέτετε | καταθέτατε | θα καταθέτετε | να καταθέτετε | καταθέτετε | |
γ' πληθ. | καταθέτουν(ε) | κατέθεταν καταθέταν(ε) |
θα καταθέτουν(ε) | να καταθέτουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέθεσα | θα καταθέσω | να καταθέσω | καταθέσει | ||
β' ενικ. | κατέθεσες | θα καταθέσεις | να καταθέσεις | κατέθεσε | ||
γ' ενικ. | κατέθεσε | θα καταθέσει | να καταθέσει | |||
α' πληθ. | καταθέσαμε | θα καταθέσουμε | να καταθέσουμε | |||
β' πληθ. | καταθέσατε | θα καταθέσετε | να καταθέσετε | καταθέστε | ||
γ' πληθ. | κατέθεσαν καταθέσαν(ε) |
θα καταθέσουν(ε) | να καταθέσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταθέσει | είχα καταθέσει | θα έχω καταθέσει | να έχω καταθέσει | ||
β' ενικ. | έχεις καταθέσει | είχες καταθέσει | θα έχεις καταθέσει | να έχεις καταθέσει | έχε κατατεθειμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταθέσει | είχε καταθέσει | θα έχει καταθέσει | να έχει καταθέσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταθέσει | είχαμε καταθέσει | θα έχουμε καταθέσει | να έχουμε καταθέσει | ||
β' πληθ. | έχετε καταθέσει | είχατε καταθέσει | θα έχετε καταθέσει | να έχετε καταθέσει | έχετε κατατεθειμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταθέσει | είχαν καταθέσει | θα έχουν καταθέσει | να έχουν καταθέσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατατεθειμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατατεθειμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατατεθειμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατατεθειμένο |