Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάθεση οι καταθέσεις
      γενική της κατάθεσης* των καταθέσεων
    αιτιατική την κατάθεση τις καταθέσεις
     κλητική κατάθεση καταθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατάθεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατάθε(σις) (τοποθέτηση στο έδαφος, πληρωμή) + -ση < αρχαία ελληνική κατάθεσις (υποθήκη) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική déposition[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κατάθεση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις καταθέτω και θέτω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία