καταθέσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακαταθέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταθέτω
- θα καταθέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταθέτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίακαταθέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάθεση