Δείτε επίσης: μαρτυριά, Μαρτυρία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαρτυρία οι μαρτυρίες
      γενική της μαρτυρίας των μαρτυριών
    αιτιατική τη μαρτυρία τις μαρτυρίες
     κλητική μαρτυρία μαρτυρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρτυρία θηλυκό

  1. η κατάθεση ενός ατόμου στο δικαστήριο ή σε κάποια σχετικά επίσημη περίσταση για ένα περιστατικό που γνωρίζει αυτοπροσώπως
  2. τεκμήρια και στοιχεία για ένα γεγονός
      Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες ότι εδώ είχαν όντως ζήσει...
  3. η στιγμή της μνημονικής καταγραφής
  4. ο βασανιστικός ή ο αδίκως τιμωρητικός θάνατος ή βίωμα (σε περίπτωση μη θανάτου)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαρτυρί αἱ μαρτυρίαι
      γενική τῆς μαρτυρίᾱς τῶν μαρτυριῶν
      δοτική τῇ μαρτυρί ταῖς μαρτυρίαις
    αιτιατική τὴν μαρτυρίᾱν τὰς μαρτυρίᾱς
     κλητική ! μαρτυρί μαρτυρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαρτυρί
γεν-δοτ τοῖν  μαρτυρίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαρτυρία < μαρτυρέω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαρτυρία

  1. η μαρτυρική κατάθεση σε δικαστήριο αλλά και αλλού
    ὁ δ᾽ εἰς μαρτυρίαν κληθείς, μὴ ἀπαντῶν ...
  2. η ομολογία

Συγγενικά

επεξεργασία