μαρτυριά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαρτυριά | οι | μαρτυριές |
γενική | της | μαρτυριάς | των | μαρτυριών |
αιτιατική | τη | μαρτυριά | τις | μαρτυριές |
κλητική | μαρτυριά | μαρτυριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μαρτυριά < μαρτυράω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαρτυριά θηλυκό
- η αποκάλυψη ενός μυστικού που έχει εμπιστευθεί κάποιος, το κάρφωμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μαρτυριά
|