Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάρφωμα τα καρφώματα
      γενική του καρφώματος των καρφωμάτων
    αιτιατική το κάρφωμα τα καρφώματα
     κλητική κάρφωμα καρφώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
κάρφωμα καρφιού σε ξύλο
 
κάρφωμα σε αγώνα μπάσκετ

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάρφωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάρφωμα. Συγχρονικά αναλύεται σε καρφώ(νω) + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάρφωμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία