πόντος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόντος | οι | πόντοι |
γενική | του | πόντου | των | πόντων |
αιτιατική | τον | πόντο | τους | πόντους |
κλητική | πόντε | πόντοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- πόντος < αρχαία ελληνική πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-
Ουσιαστικό επεξεργασία
πόντος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πόντος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
θάλασσα
→ δείτε τη λέξη θάλασσα |
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πόντος αρσενικό