πόντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πόντος | οι | πόντοι |
γενική | του | πόντου | των | πόντων |
αιτιατική | τον | πόντο | τους | πόντους |
κλητική | πόντε | πόντοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- πόντος < αρχαία ελληνική πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πόντος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
πόντος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θάλασσα
→ δείτε τη λέξη θάλασσα |
Ετυμολογία 2
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πόντος αρσενικό
- εκατοστό του μέτρου
- βαθμός που αυξάνει το σκορ σε άθλημα, χαρτοπαίγνιο κλπ
- (στο πλέξιμο) μια θηλιά
- ※ και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)