Δείτε επίσης: Πόντος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόντος οι πόντοι
      γενική του πόντου των πόντων
    αιτιατική τον πόντο τους πόντους
     κλητική πόντε πόντοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πόντος < αρχαία ελληνική πόντος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pónteh₁s (μονοπάτι, δρόμος) < *pónth₁s < *pent-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόντος αρσενικό

  1. θάλασσα

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πόντος < (άμεσο δάνειο) βενετική ponto < λατινική punctum (σημείο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόντος αρσενικό

  1. εκατοστό του μέτρου
  2. βαθμός που αυξάνει το σκορ σε άθλημα, χαρτοπαίγνιο κλπ
  3. (στο πλέξιμο) μια θηλιά

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία