Δείτε επίσης: Πόντος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόντος οι πόντοι
      γενική του πόντου των πόντων
    αιτιατική τον πόντο τους πόντους
     κλητική πόντε πόντοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόντος αρσενικό

  1. εκατοστό του μέτρου
  2. βαθμός που αυξάνει το σκορ σε άθλημα, χαρτοπαίγνιο κλπ
  3. (στο πλέξιμο) μια θηλιά
      και σαν έφτασε μπρος μου, κάνει ν' απλώσει το χέρι, μα ξάφνου το τραβάει και λέει: «Αχ, κούκλα μου, σου 'φυγε πόντος!» κι εγώ έσκουξα, γιατί το καλτσόν μου ήταν ολοκαίνουργιο, και τι θα 'κανα, έπρεπε να βρω βερνίκι να βάψω την τρύπα ή να τρέχω στο Μετς να πάρω άλλο (Αύγουστος Κορτώ, Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας, εκδ. Πατάκης, 2023)

Μεταφράσεις

επεξεργασία