καρφίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καρφίτσα < καρφ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρφίτσα θηλυκό
- λεπτό αντικείμενο με πλατύ κεφάλι που μοιάζει με μικρό καρφί και χρησιμοποιείται συνήθως στη ραφτική
- κόσμημα που έχει στο πίσω μέρος ακίδα ή μηχανισμό παρόμοιο με της παραμάνας για να στερεώνεται στο ρουχισμό
- ※ Αυτή ήταν η κυρία Νίτσα, μητέρα Μενελάου, ιδιοκτήτρια βίλας με κοτέτσι. Μαλλί κόκαλο από τη λακ, δαντελένιο ταγέρ μαύρο, καρφίτσα στο πέτο, καλσόν με ραφή -για μεγαλύτερη επισημότητα- και παντούφλα λουστρίνι- για μεγαλύτερη άνεση (Μαίρη Κόντζογλου, Περπάτα με τον άγγελό σου, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)
- (βιβλιοδεσία) είδος ραφής που γίνεται με μεταλλικό υλικό· (κατ’ επέκταση) το μηχάνημα με το οποίο γίνεται αυτή η ραφή, η καρφιτσωτική μηχανή
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καρφιτσοθήκη
- καρφιτσούλα (υποκοριστικό)
- καρφίτσωμα
- καρφιτσώνομαι
- καρφιτσώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καρφίτσα