καρφάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καρφάκι | τα | καρφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | καρφάκι | τα | καρφάκια |
κλητική | καρφάκι | καρφάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
- καρφάκι < καρφ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
καρφάκι ουδέτερο
- μικρό καρφί
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε καρφί