stud
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
stud | studs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαstud (en)
- παπουτσόκαρφο, καρφάκι
- επιβήτορας (άλογο)
- μανικετόκουμπο, κουμπί
- κατακόρυφο ξύλο που στηρίζει μικρότερα οριζόντια (laths) ώστε να στηριχτεί πάνω τους ο σοβάς